Δεν την βλέπετε κ.κ. ΠΑ.ΣΟ.Κοι, αριστεροί και φιλελεύθεροι;
Η οδυνηρή υπόθεση του μικρού μαθητή Οδυσσέα ήρθε να προστεθεί στις συνεχείς πλέον ωμότητες που διαπράττει η Ελλάδα της μικροψυχίας, της μισαλλοδοξίας, του σκληρού συντηρητισμού στον οποίον κανοναρχούν τμήμα της Ν.Δ., ιεράρχες και τα συνήθη στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή το ζήτημα προσέβαλε τις στοιχειώδεις ανθρώπινες ευαισθησίες, βρήκε μινόρε μόνο υπερασπιστές στον πολιτικό κόσμο. Ίσως πάλι οι καίριες παρεμβάσεις του Γεωργίου Ράλλη και του Προέδρου της Δημοκρατίας να απέτρεψαν άλλες, λιγότερο περιθωριακές συνηγορίες. Εξάλλου, υπήρξαν και οι σιωπές. Ας μην αυταπατώμεθα όμως: πρόκειται για άλλο ένα επεισόδιο μιας αντιπαράθεσης που θα έχει βάθος και διάρκεια, καθώς δεν είναι μόνο απομεινάρι του παρελθόντος, αλλά πρόγευση του μέλλοντος. Αντιπαράθεση (αυτήν τη φορά, ναι!)δύο κόσμων, δύο διαφορετικών πολιτικών - πολιτισμικών νοοτροπιών, από την έκβαση της οποίας εξαρτάται η ποιότητα της δημοκρατίας και το ηθικό υπόβαθρο της κοινωνικής μας συμβίωσης.
Από την άλλη, όμως, ας μην μπερδευόμαστε. Το γεγονός ότι τα πρώτα δείγματα επιθετικού συντηρητισμού δόθηκαν από την ηγετική ομάδα της Διοικούσας Εκκλησίας και ότι στα επόμενα επεισόδια βρίσκονται συνεχώς αναμεμειγμένοι κληρικοί, δείχνει μεν την ποιότητα της ελλαδικής Εκκλησίας, αλλά δεν ανάγει το ζήτημα σε αντιπαράθεση Εκκλησίας - Πολιτείας, και πολύ λιγότερο μεταξύ «υπερασπιστών» - «διωκτών» της Ορθοδοξίας. Η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, τα συναισθήματα, τα σχόλια και οι συμβολισμοί που δόθηκαν από την κοινή γνώμη και καταγράφηκαν στις δημοσκοπήσεις («Ελευθεροτυπία», με εύστοχο σχολιασμό του Τ. Καφετζή) μας βοήθησαν να ξεκαθαρίσουμε τα της Εκκλησίας από τα της Πολιτικής. Μέσα στην Ορθοδοξία, όπως και στις άλλες θρησκείες, εκφράζονται σήμερα όπως και στο παρελθόν αντίπαλες ερμηνείες, αξίες, και θεσμικές λογικές. Οι αντιθέσεις αυτές συνειδητοποιούνται σήμερα πολύ καλά από την κοινή γνώμη. Οι δύο ιεράρχες χαίρουν υψηλής αποδοχής όπως αναμενόταν, ο Βαρθολομαίος περισσότερης όπως επίσης αναμενόταν, αλλά κυρίως ενσαρκώνουν δύο διαφορετικές εκδοχές της Ορθοδοξίας σε αυτή την ιστορική φάση. Στα μάτια της κοινής γνώμης ο Οικουμενικός Πατριάρχης συμβολίζει μιαν Ορθοδοξία δημοκρατική, ανοιχτή, ανθρωπιστική. Ο ελλαδίτης Αρχιεπίσκοπος εκπροσωπεί μιαν Ορθοδοξία συντηρητική, εθνικιστική, φοβική. Αυτή η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της Θρησκείας έχει επιπτώσεις στην Πολιτική. Από τη στιγμή μάλιστα που ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έχει επιλέξει και προωθεί συστηματικά την πολιτικοποίηση της Εκκλησίας και της Θρησκείας, οι πολιτικές επιπτώσεις είναι άμεσες και ευθείες, χωρίς να διαμεσολαβούνται ή να απαλύνονται από τον θρησκευτικό λόγο. Γι΄αυτό όμως ο ρόλος του Χριστόδουλου γίνεται μοιραία διχαστικός και προκαλεί συνειδητές ή αυθόρμητες αντιδράσεις. Όταν αυτός πολιτικοποιεί τη θρησκεία σε αντικυβερνητική κατεύθυνση, τότε ο δημοκρατικός κόσμος θρησκευτικοποιεί την πολιτική διαφωνία προς τον Χριστόδουλο υιοθετώντας το πρόσωπο και την εκδοχή Ορθοδοξίας του Βαρθολομαίου. Γι΄ αυτό και η προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου να ορίσει πολιτικά τη σύγκρουση με όρους Ορθοδοξία εναντίον εκσυγχρονισμού, Εκκλησία εναντίον Σημίτη δεν βρίσκει ιδιαίτερη ανταπόκριση στην εκλογική βάση και αφήνει σχεδόν αδιάφορους του κομματικούς συσχετισμούς.
Γι΄αυτό επιπλέον η προφανής προσπάθεια του κ. Καραμανλή να δημιουργήσει τη διαιρετική τομή Χριστόδουλος + Ν.Δ. εναντίον Σημίτη + ΠΑΣΟΚ μπορεί να αποδειχτεί μπούμερανγκ, καθώς μετατοπίζει το ιδεολογικό κέντρο βάρους του κόμματός του προς τα δεξιά. Μέσα στο εκλογικό σώμα της Ν.Δ. έχει πλέον διαμορφωθεί ένα ευρύ σκληρό μπλοκ ορθόδοξου μισαλλόδοξου εθνικισμού, που δεν ελέγχεται από την ηγεσία της αλλά επιδρά και περιορίζει τις κινήσεις της. Την εξέλιξη αυτή την αντιλαμβανόμασταν, τώρα όμως την αναλύουν και την μετρούν οι δημοσκοπήσεις. Για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση και με σημείο αναφοράς τον Χριστόδουλο, οι πιο ακραίες δυνάμεις της Δεξιάς έχουν ξαναβρεί πρόσωπο και λόγο. Για πρώτη επίσης φορά από τη Μεταπολίτευση, χάρη στο κύρος της Εκκλησίας, αυτή η ακροδεξιά κουλτούρα επεκτείνεται προς τον ευρύτερο συντηρητικό κόσμο ή το μετριοπαθές απολιτικό γενικά ακροατήριο. Με τον τρόπο αυτό έχει αντιστραφεί η κίνηση της Ν.Δ. Επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και Κ. Μητσοτάκη κινιόταν από τα δεξιά προς το κέντρο. Επί του ανιψιού Καραμανλή, θέλοντας και μη, κινείται από το κέντρο προς τα δεξιά. Το μόνο ελαφρυντικό τού σημερινού προέδρου της Ν.Δ. είναι ότι αυτή η τάση συμβίωσης και συμμαχίας των «δύο Δεξιών» (της ακραίας και της κεντροδεξιάς) εκδηλώνεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Αυστρία, Γερμανία, Ιταλία, όχι όμως στην Ισπανία του Αθνάρ) και έχει ως πολιτική βάση ακριβώς τα ζητήματα της «ταυτότητας», της μετανάστευσης και της ασφάλειας. Για προφανείς πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους, η συμβίωση δεν είναι ανέφελη και γι΄ αυτό τα μεγάλα κεντροδεξιά κόμματα ταλαντεύονται, πότε πλησιάζοντας πότε απομακρυνόμενα, από τις ακροδεξιές θέσεις. Γυρνώντας στην Ελλάδα και στην περίπτωση που η ηγεσία της Ν.Δ. συνεχίσει την πορεία προς τα δεξιά, δύο πράγματα γίνονται σαφή. Πρώτον, για να κερδίσει η Ν.Δ. θα πρέπει να επιφέρει μια ριζικότερη συντηρητική στροφή στην ελληνική κοινωνία, παρασύροντας τον ενδιάμεσο χώρο προς τα δεξιά. Δεύτερον, για να μην παρασυρθεί ο ενδιάμεσος χώρος στα δεξιά, χρειάζεται μια άλλη πολιτική παράταξη να αντιπαραθέσει το δικό της βάρος.
Το ΠΑΣΟΚ και ο κυβερνητικός χώρος προς το παρόν δείχνει αιφνιδιασμένος από το νέο σκηνικό. Από τη μια, γιατί αρκετές δυνάμεις εντός του συμπλέουν και υπερθεματίζουν στο εθνικιστικό κλίμα: στην περίπτωση του μικρού Οδυσσέα, ο Πέτρος Ευθυμίου, προς τιμήν του, κατάργησε εγκύκλιο του κ. Αρσένη την οποία στη συνέχεια υπερασπίστηκαν τα συνήθη στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη, γιατί τα ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ δεν έχουν ομονοήσει στην ανάλυση του νέου σκηνικού που επίμονα διαμορφώνει ο μισαλλόδοξος εθνικιστικός Συντηρητισμός και η πολιτικοποίηση της Εκκλησίας. Αμφιταλαντεύονται μπροστά στα ερωτήματα: Έχουμε να κάνουμε με ένα πρόσκαιρο συγκυριακό πρόβλημα ή μια έρπουσα σταθερή τάση; Ακολουθούμε πολιτική «κατευνασμού» και συγκάλυψης ή σταθερής ιδεολογικής κριτικής; Ειδικά ως προς το «φαινόμενο Χριστόδουλος» πώς συνδυάζουμε τη θεσμικά οφειλόμενη προς την Εκκλησία και τον Προκαθήμενό της τιμή με την επίσης οφειλόμενη αντίσταση στην πρόθεσή του να παίξει ανοιχτά πολιτικό ρόλο; Πρόκειται για συγκυριακή παρεξήγηση ή για σταθερότερη επιλογή της ηγετικής ομάδας της Διοικούσας Εκκλησίας; Μέσα στην αμφιταλάντευση επικρατεί η ενστικτώδης ροπή του «γκρίζου ΠΑΣΟΚ» προς τη συρραφή και την καιροσκοπική προσαρμογή στο εκάστοτε «κλίμα» που διαμορφώνουν εξωτερικές προς αυτό δυνάμεις.
Την ίδια όμως στιγμή, όπως και πάλι φάνηκε από τις δημοκρατικές αντιδράσεις στην υπόθεση του μικρού Οδυσσέα, στην κοινωνία έχει ευκρινώς διαμορφωθεί μια νέα εκσυγχρονιστική προοδευτική παράταξη. Από πολιτική - πολιτισμική άποψη σε αυτή έχουν αυθόρμητα συρρεύσει πολίτες με αναφορές τον κεντροαριστερό εκσυγχρονισμό, την κεντρώα μετριοπάθεια, τον φιλελευθερισμό, τη δημοκρατική Αριστερά. Από κομματική άποψη, η παράταξη αρχίζει από τον χώρο του Συνασπισμού και της ανανεωτικής Αριστεράς, αγκαλιάζει το ΠΑΣΟΚ και επεκτείνεται στον κεντροδεξιό χώρο, στο μέτρο που η Ν.Δ. μετατοπίζεται στα δεξιά. Από κοινωνική άποψη η διαμορφούμενη παράταξη έχει την ίδια βάση με αυτήν του «εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος» και του σημερινού ΠΑΣΟΚ, συμμεριζόμενη την ισχύ αλλά και το πρόβλημα. Την αποτελούν κυρίως: οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά και μεσαία στρώματα των μεγάλων αστικών κέντρων, τα δυναμικά ανώτερα στρώματα, η διανόηση, οι νεαρότερες ηλικίες. Κοινωνική συμμαχία ισχυρή γιατί ενισχύεται από τη διαδικασία του οικονομικού και πολιτισμικού εκσυγχρονισμού, πολιτικά και ιδεολογικά όμως προβληματική αν δεν κατορθώσει μέσω κυρίως του κυβερνητικού έργου να επεκταθεί περισσότερο στα αδύναμα στρώματα. Από ιστορική άποψη, η νέα εν τω γίγνεσθαι παράταξη διαφέρει από την παλαιότερη αντιδεξιά την οποία εξέφρασε το ΠΑΣΟΚ και ο Α. Παπανδρέου κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Συνεκτικός ιστός δεν είναι τόσο η ιστορική μνήμη όσο η κοινή οπτική για το μέλλον. Η σύμπτωση στην προοπτική μιας σύγχρονης, ανοιχτής, δίκαιης κοινωνίας, μιας ισχυρής και ειρηνικής Ελλάδας.
Το γεγονός ότι οι αντιθέσεις και συγκρούσεις αυτής της ιστορικής περιόδου διαμορφώνουν σχεδόν αυθόρμητα μέσα στην κοινωνία μια τέτοιου είδους ευρύτερη παράταξη δεν αρκεί για να γίνει πολιτικά ενεργή και ιδεολογικά ηγεμονική πραγματικότητα. Χρειάζεται η ανάλογη επιλογή και το ανάλογο πολιτικό σχέδιο. Τόσο η μία όσο και το άλλο εξαρτώνται πρωταρχικά από τον Κώστα Σημίτη, ο οποίος συνεχίζει να αναγνωρίζεται από την κοινή γνώμη ως το κεντρικό σημείο αναφοράς και πρωταγωνιστής των όποιων εξελίξεων. Μετά την ΟΝΕ, θα μπορέσει να μεταβάλλει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού; Αν αναλογιστεί κανείς, σε όλους τους πρωθυπουργούς τής μετεμφυλιακής ιστορίας μας ο Θεός έδωσε δύο ευκαιρίες. Είτε συμφωνούσε είτε διαφωνούσε ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών